- περιοπτέος
- περιοπτέος, α, ον, ([etym.] περιοράω)A to be overlooked or suffered, c. part.,
οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168
;ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39
.2 to be watched or guarded against, Th.8.48.II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.