περιοπτέος

περιοπτέος
περιοπτέος, α, ον, ([etym.] περιοράω)
A to be overlooked or suffered, c. part.,

οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168

;

ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39

.
2 to be watched or guarded against, Th.8.48.
II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιοπτέα — περιοπτέος to be overlooked neut nom/voc/acc pl περιοπτέᾱ , περιοπτέος to be overlooked fem nom/voc/acc dual περιοπτέᾱ , περιοπτέος to be overlooked fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοπτέαι — περιοπτέος to be overlooked fem nom/voc pl περιοπτέᾱͅ , περιοπτέος to be overlooked fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοπτέον — περιοπτέος to be overlooked masc acc sg περιοπτέος to be overlooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοπτέη — περιοπτέος to be overlooked fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοπτέοι — περιοπτέος to be overlooked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”